dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
τακτικό πυρηνικό όπλο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
taktische Kernwaffe
Ⓦ
Ⓖ
…